- περιέρπω
- Α1. περπατώ γύρω γύρω από κάποιον ή από κάτι2. (για ερπετά) σέρνομαι με ελικοειδείς κινήσεις3. (για αναρριχώμενα φυτά) κυκλώνω, σκεπάζω, περικαλύπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek